- μασχαλιστήρας
- ο (Α μασχαλιστήρ, -ῆρος)νεοελλ.ναυτ.1. το άμβολο, η λαπάτσα2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούροςαρχ.1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από τους ώμους του και δένεται στον ζυγό με το λέπαδνο2. ζώνη που συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι τών υποζυγίων3. ο δεύτερος ραχιαίος σπόνδυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μασχαλίζω + επίθημα -τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.